θαλασσίνη

θαλασσίνη
Αζωτούχο κρυσταλλικό δηλητήριο, που βγαίνει από τους γεννητικούς αδένες των ακτινίων όπως και η συμφορητίνη. Το 1902 ο Σ. Ρισέ διαχώρησε αυτές τις τοξικές ουσίες με την επίδραση αλκοόλης. Έτσι, κατόρθωσε να αποδείξει ότι η θ., διαλυτή σε μείγμα αλκοόλης και αιθέρα, είναι δηλητήριο που προξενεί φαγούρα, ενώ η συμφορητίνη, αδιάλυτη στην αλκοόλη, παραλύει τα αγγειοκινητικά νεύρα του εντέρου και επιφέρει μείωση της αντίστασης του νευρικού συστήματος.
* * *
η
1. δεκάποδο καρκινοειδές τής οικογένειας θαλασσινίδες
2. (βιοχ.) αζωτούχο κρυσταλλικό δηλητήριο που εξάγεται από τους γεννητικούς αδένες τών ακτινίων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …   Dictionary of Greek

  • λάμπραινα — Κοινή ονομασία διαφόρων κυκλόστομων άγναθων ψαριών, της υπόταξης των πετρομυζοειδών. Τα πιο γνωστά είδη είναι η λ. η θαλασσινή (Petromyzon marinus), η λ. η ποτάμια (Lampetra ayresi) και η λ. η πλανέρεια (Lampetra planeri). Τα είδη αυτά… …   Dictionary of Greek

  • Μέλβιλ, Χέρμαν — (Herman Melville, Νέα Υόρκη 1819 – 1891). Αμερικανός συγγραφέας. Καταγόταν από πλούσια οικογένεια εμπόρων αγγλικής καταγωγής, όμως ο πρόωρος θάνατος του πατέρα του τον εμπόδισε να τελειώσει τις σπουδές του και τον ανάγκασε να εργαστεί από πολύ… …   Dictionary of Greek

  • Νηρεύς — ο (Α Νηρεύς, έως και ιων. ῆος) μυθ. θαλάσσιος θεός, γιος τού Πόντου και τής Γαίας και πατέρας τών Νηρηίδων αρχ. μετωνυμ. θάλασσα («Λίβυς Νηρεύς» το Λιβυκό πέλαγος, η Θάλασσα τής Λιβύης, Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η ονομασία Νηρεύς για τον… …   Dictionary of Greek

  • βαρκάδα — η θαλασσινή βόλτα με βάρκα …   Dictionary of Greek

  • θαλασσοβαφώ — θαλασσοβαφῶ, έω (Α) [θαλασσοβαφής] βάφω με θαλασσινή πορφύρα, με πορφυρό χρώμα …   Dictionary of Greek

  • μαλάγρα — η μίγμα από ζύμη διαφόρων ουσιών, όπως ψωμιού, τυριού, ψαριών και από θαλασσινή άμμο, το οποίο ρίχνουν οι αλιείς στη θάλασα ως δόλωμα, αλλ. πλάνος ή μπασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *μαλαγμάγρα (< μάλαγμα + ἄγρα) με απλολογία] …   Dictionary of Greek

  • μπαχάρι — το 1. μαύρο πιπέρι 2. κάθε αρωματικό μαγειρικό καρύκευμα 3. θαλασσινή ελαφριά αύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bahar] …   Dictionary of Greek

  • μπαχαρίζω — (συν. στο γ εν. πρόσ.) μπαχαρίζει φυσά ελαφριά θαλασσινή αύρα …   Dictionary of Greek

  • χάνος — Περισσότερο γνωστή ονομασία του ψαριού σερράνος ο ήπατος της οικογένειας των σερρανιδών, που ανήκει στην υποτάξη των περκοειδών της τάξης των περκόμορφων. Πρόκειται για θαλασσινή πέρκα, που ζει κοντά στις ακτές, σε αβαθείς θάλασσες των θερμών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”