Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… … Dictionary of Greek
λάμπραινα — Κοινή ονομασία διαφόρων κυκλόστομων άγναθων ψαριών, της υπόταξης των πετρομυζοειδών. Τα πιο γνωστά είδη είναι η λ. η θαλασσινή (Petromyzon marinus), η λ. η ποτάμια (Lampetra ayresi) και η λ. η πλανέρεια (Lampetra planeri). Τα είδη αυτά… … Dictionary of Greek
Μέλβιλ, Χέρμαν — (Herman Melville, Νέα Υόρκη 1819 – 1891). Αμερικανός συγγραφέας. Καταγόταν από πλούσια οικογένεια εμπόρων αγγλικής καταγωγής, όμως ο πρόωρος θάνατος του πατέρα του τον εμπόδισε να τελειώσει τις σπουδές του και τον ανάγκασε να εργαστεί από πολύ… … Dictionary of Greek
Νηρεύς — ο (Α Νηρεύς, έως και ιων. ῆος) μυθ. θαλάσσιος θεός, γιος τού Πόντου και τής Γαίας και πατέρας τών Νηρηίδων αρχ. μετωνυμ. θάλασσα («Λίβυς Νηρεύς» το Λιβυκό πέλαγος, η Θάλασσα τής Λιβύης, Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η ονομασία Νηρεύς για τον… … Dictionary of Greek
βαρκάδα — η θαλασσινή βόλτα με βάρκα … Dictionary of Greek
θαλασσοβαφώ — θαλασσοβαφῶ, έω (Α) [θαλασσοβαφής] βάφω με θαλασσινή πορφύρα, με πορφυρό χρώμα … Dictionary of Greek
μαλάγρα — η μίγμα από ζύμη διαφόρων ουσιών, όπως ψωμιού, τυριού, ψαριών και από θαλασσινή άμμο, το οποίο ρίχνουν οι αλιείς στη θάλασα ως δόλωμα, αλλ. πλάνος ή μπασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *μαλαγμάγρα (< μάλαγμα + ἄγρα) με απλολογία] … Dictionary of Greek
μπαχάρι — το 1. μαύρο πιπέρι 2. κάθε αρωματικό μαγειρικό καρύκευμα 3. θαλασσινή ελαφριά αύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bahar] … Dictionary of Greek
μπαχαρίζω — (συν. στο γ εν. πρόσ.) μπαχαρίζει φυσά ελαφριά θαλασσινή αύρα … Dictionary of Greek
χάνος — Περισσότερο γνωστή ονομασία του ψαριού σερράνος ο ήπατος της οικογένειας των σερρανιδών, που ανήκει στην υποτάξη των περκοειδών της τάξης των περκόμορφων. Πρόκειται για θαλασσινή πέρκα, που ζει κοντά στις ακτές, σε αβαθείς θάλασσες των θερμών… … Dictionary of Greek